- ἐπιτολαί
- ἐπιτολήthe rising of a starfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτολή — η (AM ἐπιτολή) [επιτέλλω] ανατολή, εμφάνιση αστεριού στον ορίζοντα αρχ. μσν. εντολή, διαταγή αρχ. 1. η περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται ένα αστέρι στον ουρανό («πᾱν ἐξείργαστο περὶ ἀρκτούρου ἐπιτολάς», Θουκ.) 2. η ανατολή ενός αστεριού αμέσως… … Dictionary of Greek
AEOLUS — I. AEOLUS Hellenis fil. qui ventorum rationem invenisse dicitur, ut tradit Plin. l. 7. c. 56. Ab aliis tamen alius existimatur, quibus magis accedo. Tres enim fuerunt Aeoli, unus qui in insulis a se denominatis regnavit, atque ex earum fumo… … Hofmann J. Lexicon universale